- αναιτιολόγητος
- -η, -ο (Α ἀναιτιολόγητος, -ον) [αἰτιολογῶ]αδικαιολόγητος, ανεξήγητοςνεοελλ.αυτός που δεν καλύπτεται από επαρκή αιτιολόγηση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αναιτιολόγητος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν αιτιολογείται, αδικαιολόγητος: Η απόφαση του δικαστηρίου ουσιαστικά είναι αναιτιολόγητη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀναιτιολογήτως — ἀναιτιολόγητος for which no cause can be assigned adverbial ἀναιτιολόγητος for which no cause can be assigned masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναιτιολόγητον — ἀναιτιολόγητος for which no cause can be assigned masc/fem acc sg ἀναιτιολόγητος for which no cause can be assigned neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναιτιολογήτοις — ἀναιτιολόγητος for which no cause can be assigned masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναιτιολογήτων — ἀναιτιολόγητος for which no cause can be assigned masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναιτιολόγητα — ἀναιτιολόγητος for which no cause can be assigned neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)